- πεταλογράφος
- ὁ, Ααυτός που γράφει σε μαγικές πινακίδες, ο μάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταλογραφία — ἡ, Α [πεταλογράφος] το γράψιμο επάνω σε πέταλο, σε μαγική πινακίδα … Dictionary of Greek